φροντιστηριακός

φροντιστηριακός
-ή, -ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φροντιστήριο
2. αυτός που διεξάγεται σε φροντιστήριο («φροντιστηριακά μαθήματα»).
επίρρ...
φροντιστηριακώς Ν
σε φροντιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φροντιστήριο. Το επίθ. φροντιστηριακός μαρτυρείται από το 1846 στον Σ. Α. Κουμανούδη, ενώ το επίρρ. φροντιστηριακῶς από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φροντιστηριακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φροντιστήριο, που γίνεται σε φροντιστήριο: Φροντιστηριακά μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”